- σελαμπλίκι
- το, Νβλ. σελαμλίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελαμλίκι — και σελαμπλίκι, το, Ν (στους μουσουλμάνους) 1. δωμάτιο ή διαμέρισμα ανδρών, ανδρωνίτης 2. προσκύνημα σε τεμένη που κάνουν με μεγάλη πομπή κάθε Παρασκευή, ιδίως οι υψηλοί αξιωματούχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selamlik] … Dictionary of Greek